καλοχρονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοχρονίζω < καλοχρονιά + -ίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
καλοχρονίζω
- εύχομαι καλοχρονιά σε κάποιον
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοχρονίζω | καλοχρόνιζα | θα καλοχρονίζω | να καλοχρονίζω | καλοχρονίζοντας | |
β' ενικ. | καλοχρονίζεις | καλοχρόνιζες | θα καλοχρονίζεις | να καλοχρονίζεις | καλοχρόνιζε | |
γ' ενικ. | καλοχρονίζει | καλοχρόνιζε | θα καλοχρονίζει | να καλοχρονίζει | ||
α' πληθ. | καλοχρονίζουμε | καλοχρονίζαμε | θα καλοχρονίζουμε | να καλοχρονίζουμε | ||
β' πληθ. | καλοχρονίζετε | καλοχρονίζατε | θα καλοχρονίζετε | να καλοχρονίζετε | καλοχρονίζετε | |
γ' πληθ. | καλοχρονίζουν(ε) | καλοχρόνιζαν καλοχρονίζαν(ε) |
θα καλοχρονίζουν(ε) | να καλοχρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοχρόνισα | θα καλοχρονίσω | να καλοχρονίσω | καλοχρονίσει | ||
β' ενικ. | καλοχρόνισες | θα καλοχρονίσεις | να καλοχρονίσεις | καλοχρόνισε | ||
γ' ενικ. | καλοχρόνισε | θα καλοχρονίσει | να καλοχρονίσει | |||
α' πληθ. | καλοχρονίσαμε | θα καλοχρονίσουμε | να καλοχρονίσουμε | |||
β' πληθ. | καλοχρονίσατε | θα καλοχρονίσετε | να καλοχρονίσετε | καλοχρονίστε | ||
γ' πληθ. | καλοχρόνισαν καλοχρονίσαν(ε) |
θα καλοχρονίσουν(ε) | να καλοχρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοχρονίσει | είχα καλοχρονίσει | θα έχω καλοχρονίσει | να έχω καλοχρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοχρονίσει | είχες καλοχρονίσει | θα έχεις καλοχρονίσει | να έχεις καλοχρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοχρονίσει | είχε καλοχρονίσει | θα έχει καλοχρονίσει | να έχει καλοχρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοχρονίσει | είχαμε καλοχρονίσει | θα έχουμε καλοχρονίσει | να έχουμε καλοχρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοχρονίσει | είχατε καλοχρονίσει | θα έχετε καλοχρονίσει | να έχετε καλοχρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοχρονίσει | είχαν καλοχρονίσει | θα έχουν καλοχρονίσει | να έχουν καλοχρονίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοχρονίζω
|