καλοψήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοψήνω < μεσαιωνική ελληνική καλοψήνω < καλά + -ο- + ψήνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.loˈpsi.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

καλοψήνω (παθητική φωνή: καλοψήνομαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]