καλούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλούδι | τα | καλούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καλούδι | τα | καλούδια |
κλητική | καλούδι | καλούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλούδι ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: καλούδια) (προφορικό) (λαχταριστό) (συνήθως) τρόφιμο (φαγητό, επιδόρπιο, γλύκισμα κ.λπ.), που προφέρεται μερικές φορές ως δώρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλούδι
|