καλπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλπάκι | τα | καλπάκια |
γενική | του | καλπακιού | των | καλπακιών |
αιτιατική | το | καλπάκι | τα | καλπάκια |
κλητική | καλπάκι | καλπάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλπάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalpak < παλαιά τουρκικά < πρωτοτουρκική (ή < περσικά kwlʾp̄k' (kulāfak), υποκοριστικό του kwlʾp̄ (kulāf: κάλυμμα, καπάκι) )
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kalˈpa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐πά‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλπάκι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)