καλπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καλπάκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλπάκι τα καλπάκια
      γενική του καλπακιού των καλπακιών
    αιτιατική το καλπάκι τα καλπάκια
     κλητική καλπάκι καλπάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άνδρας που φορά καλπάκι.
Λιθογραφία που απεικονίζει τον Alecu Beldiman, Μολδαβό πολιτικό και συγγραφέα, φορώντας καλπάκι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλπάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalpak < παλαιά τουρκικά < πρωτοτουρκική (ή < περσικά kwlʾp̄k' ‎(kulāfak), υποκοριστικό του kwlʾp̄ ‎(kulāf: κάλυμμα, καπάκι) )

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kalˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐πά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλπάκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]