καλπονοθευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλπονοθευτικά < καλπονοθευτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλπονοθευτικά
- που οδηγεί στην καλπονοθεία, με καλπονοθευτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλπονοθευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλπονοθευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλπονοθευτικός