καλπονοθευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλπονοθευτικός η καλπονοθευτική το καλπονοθευτικό
      γενική του καλπονοθευτικού της καλπονοθευτικής του καλπονοθευτικού
    αιτιατική τον καλπονοθευτικό την καλπονοθευτική το καλπονοθευτικό
     κλητική καλπονοθευτικέ καλπονοθευτική καλπονοθευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλπονοθευτικοί οι καλπονοθευτικές τα καλπονοθευτικά
      γενική των καλπονοθευτικών των καλπονοθευτικών των καλπονοθευτικών
    αιτιατική τους καλπονοθευτικούς τις καλπονοθευτικές τα καλπονοθευτικά
     κλητική καλπονοθευτικοί καλπονοθευτικές καλπονοθευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλπονοθευτικός < καλπονοθεύω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καλπονοθευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]