καλυκοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλυκοφόρος η καλυκοφόρα το καλυκοφόρο
      γενική του καλυκοφόρου της καλυκοφόρας του καλυκοφόρου
    αιτιατική τον καλυκοφόρο την καλυκοφόρα το καλυκοφόρο
     κλητική καλυκοφόρε καλυκοφόρα καλυκοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλυκοφόροι οι καλυκοφόρες τα καλυκοφόρα
      γενική των καλυκοφόρων των καλυκοφόρων των καλυκοφόρων
    αιτιατική τους καλυκοφόρους τις καλυκοφόρες τα καλυκοφόρα
     κλητική καλυκοφόροι καλυκοφόρες καλυκοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλυκοφόρος < κάλυκ(ας) + -ο- + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

καλυκοφόρος

  1. (βοτανική) που φέρει κάλυκα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (βοτανική) καλυκοφόρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]