καλυμμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.liˈme.na/
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλυμμένα
- με καλλυμένο, κρυφό τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
καλυμμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλυμμένο