καλυμνιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλυμνιώτικος η καλυμνιώτικη το καλυμνιώτικο
      γενική του καλυμνιώτικου της καλυμνιώτικης του καλυμνιώτικου
    αιτιατική τον καλυμνιώτικο την καλυμνιώτικη το καλυμνιώτικο
     κλητική καλυμνιώτικε καλυμνιώτικη καλυμνιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλυμνιώτικοι οι καλυμνιώτικες τα καλυμνιώτικα
      γενική των καλυμνιώτικων των καλυμνιώτικων των καλυμνιώτικων
    αιτιατική τους καλυμνιώτικους τις καλυμνιώτικες τα καλυμνιώτικα
     κλητική καλυμνιώτικοι καλυμνιώτικες καλυμνιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλυμνιώτικος < Καλυμνιώτ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

καλυμνιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Κάλυμνο ή τους κατοίκους της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]