καλωδιακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.lo.ði.aˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λω‐δι‐α‐κή
ομόηχο: καλωδιακοί

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

καλωδιακή: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καλωδιακός, εννοείται τηλεόραση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλωδιακή οι καλωδιακές
      γενική της καλωδιακής των καλωδιακών
    αιτιατική την καλωδιακή τις καλωδιακές
     κλητική καλωδιακή καλωδιακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καλωδιακή θηλυκό

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

καλωδιακή: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καλωδιακή