καλόβαθρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλόβαθρον < αρχαία ελληνική καλόβαθρον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈlo.va.θɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐βα‐θρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλόβαθρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ξύλινο σκέλος στήριξης ακρωτηριασμένου άκρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλόβαθρον
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλόβαθρον | τὰ | καλόβαθρᾰ |
γενική | τοῦ | καλοβάθρου | τῶν | καλοβάθρων |
δοτική | τῷ | καλοβάθρῳ | τοῖς | καλοβάθροις |
αιτιατική | τὸ | καλόβαθρον | τὰ | καλόβαθρᾰ |
κλητική ὦ! | καλόβαθρον | καλόβαθρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλοβάθρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλοβάθροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλόβαθρον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) varia lectio του κωλόβαθρον: το ξυλοπόδαρο
[επεξεργασία]
- ↑ κωλόβαθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)