καλόβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καλόβολος
- που δείχνει καλή και θετική διάθεση προς τους άλλους ανθρώπους, προσαρμόζεται εύκολα και συνεννοείται μαζί τους καλά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλόβολος