καλόβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈlo.vu.los/
Επίθετο[επεξεργασία]
καλόβουλος, -η, -ο
- αυτός που έχει καλή βούληση, καλή θέληση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλόβουλος
|