καλόβραστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόβραστος η καλόβραστη το καλόβραστο
      γενική του καλόβραστου της καλόβραστης του καλόβραστου
    αιτιατική τον καλόβραστο την καλόβραστη το καλόβραστο
     κλητική καλόβραστε καλόβραστη καλόβραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόβραστοι οι καλόβραστες τα καλόβραστα
      γενική των καλόβραστων των καλόβραστων των καλόβραστων
    αιτιατική τους καλόβραστους τις καλόβραστες τα καλόβραστα
     κλητική καλόβραστοι καλόβραστες καλόβραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλόβραστος < καλός + -ο- + βράζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

καλόβραστος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]