καλότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλότα | οι | καλότες |
γενική | της | καλότας | των | καλοτών |
αιτιατική | την | καλότα | τις | καλότες |
κλητική | καλότα | καλότες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλότα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλότα
|