καλότυχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλότυχος < μεσαιωνική ελληνική καλότυχος < καλό- + τύχ(η) + -ος (κτητικό σύνθετο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈlo.ti.xos/
Επίθετο
[επεξεργασία]καλότυχος
- που έχει καλή τύχη
- ※ 1899 Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη (απόσπασμα ※ @ebooks.edu.gr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- καλότυχα
- καλοτυχία
- καλοτυχιά
- καλοτυχίζω
- καλοτύχισμα
- → δείτε τις λέξεις καλός και τύχη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλότυχος
|
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Κτητικά σύνθετα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)