καμάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμάκι τα καμάκια
      γενική του καμακιού των καμακιών
    αιτιατική το καμάκι τα καμάκια
     κλητική καμάκι καμάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμάκι < αρχαία ελληνική κάμαξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈma.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμάκι ουδέτερο

  1. εργαλείο για ψάρεμα, παρόμοιο με ακόντιο που έχει επιπρόσθετα τουλάχιστον μια πλάγια προεξοχή ώστε να αγκιστρώνεται στο ψάρι
    πολλοί πιστεύουν ότι βρέθηκε το πλοίο και τα καμάκια που χρησιμοποιούσε ο Αχαάβ στο κυνήγι του Μόμπι Ντικ
    η τρίαινα είναι είδος καμακιού
  2. (μεταφορικά) η επίμονη προσπάθεια για σύναψη ερωτικής σχέσης
     συνώνυμα: φλερτ
  3. (μεταφορικά, συνεκδοχικά) αυτός που προσπαθεί επίμονα να έχει ερωτικές σχέσεις
    ※  Υπό ποίες συνθήκες δύναται να χαρακτηριστεί πέφτουλας. … Σε πόσες την πέφτεις. Ένα παλιό καμάκι είχε την εξής τακτική. Την έπεφτε σε 10 κάθε βράδυ και στατιστικά και μόνο κάποια του καθόταν.
    Σπύρος Τσιώτσης, «5 λόγοι που σε θεωρούν [[πέφτουλα]» , Simply Man.gr· πρόσβαση: 2022-07-30.
    ※  […] ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε.
    Γιάννης Παππάς, «Δροσερά καλοκαίρια, μιας δροσερής εποχής», avgi.gr (28 Αυγούστου 2017)· πρόσβαση: 2022-07-30.
     συνώνυμα: πέφτουλας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]