καμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμάρα | οι | καμάρες |
γενική | της | καμάρας | των | καμαρών |
αιτιατική | την | καμάρα | τις | καμάρες |
κλητική | καμάρα | καμάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂em- (καμπή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρα θηλυκό
- η σκεπαστή κατασκευή σε σχήμα τόξου
- (ανατομία) το μέρος του πέλματος του ποδιού που έχει σχήμα θόλου
- το σχετικό με το παραπάνω τμήμα ενός παπουτσιού
- (αθλητισμός) η καμπή του σώματος προς τα πίσω, ώστε να σχηματίζεται μ' αυτό ένα τόξο
[επεξεργασία]
Δείτε και τα συγγενικά των λέξεων:
Σύνθετα[επεξεργασία]
με τη σημασία: σχήμα καμάρας
- καμαρομύτης
- καμαρόπορτα
- καμαροσκέπαστος, καμαροσκεπής
- καμαροφρύδης, καμαροφρύδα / καμαροφρυδούσα
- καμαροφρύδι, καμαρόφρυδο
- καμαροφρύδικος
- καμαρόφρυδος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
καμάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρα θηλυκό
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
καμάρα: μορφή, διαφορετική εκφορά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάμαρα
Πηγές[επεξεργασία]
- κάμαρα, καμάρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κᾰμᾰρᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | καμάρᾱ | αἱ | καμάραι | |
γενική | τῆς | καμάρᾱς | τῶν | καμαρῶν | |
δοτική | τῇ | καμάρᾳ | ταῖς | καμάραις | |
αιτιατική | τὴν | καμάρᾱν | τὰς | καμάρᾱς | |
κλητική ὦ! | καμάρᾱ | καμάραι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμάρᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | καμάραιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καμάρα < απώτατη αρχή, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- καμάρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καμάρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)