καμακώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμακώνω < καμάκι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμακώνω (παθητική φωνή: καμακώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) χτυπάω ή τρυπάω με το καμάκι κάποιο αντικείμενο ή ζώο
  2. (μεταφορικά) φλερτάρω, κάνω κόρτε

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]