καμαραϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμαραϊκός < από το χωριό Καμάρες της Κρήτης, γνωστό για το σπήλαιο με θόλους (ή 'καμάρες') που έδωσαν το όνομά τους στα προϊστορικά αγγεία που βρέθηκαν εκεί το 1889 [1]

Προφορά[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμαραϊκός η καμαραϊκή το καμαραϊκό
      γενική του καμαραϊκού της καμαραϊκής του καμαραϊκού
    αιτιατική τον καμαραϊκό την καμαραϊκή το καμαραϊκό
     κλητική καμαραϊκέ καμαραϊκή καμαραϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμαραϊκοί οι καμαραϊκές τα καμαραϊκά
      γενική των καμαραϊκών των καμαραϊκών των καμαραϊκών
    αιτιατική τους καμαραϊκούς τις καμαραϊκές τα καμαραϊκά
     κλητική καμαραϊκοί καμαραϊκές καμαραϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ΔΦΑ : /ka.ma.ɾa.iˈkos/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /ka.ma.ɾa.iˈci/ (θηλυκό)

Επίθετο[επεξεργασία]

καμαραϊκός , -ή , -ό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)