καμαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμαρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμαρώνω < καμάρι + -ώνω < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.maˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μα‐ρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμαρώνω

  1. έχω κάποιον ή κάτι για καμάρι
    σε καμαρώνω για όσα έχεις πετύχει
  2. κορδώνομαι, νιώθω ικανοποίηση
    για δες τον πώς καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!
  3. (ειρωνικό) έρχομαι αντιμέτωπος με μια αποτυχημένη ή λανθασμένη ενέργεια
    για καμαρώστε με τη συμπεριφορά σας!

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]