καμικάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμικάζι < (λόγιο δάνειο) αγγλική kamikaze < ιαπωνική 神風 (από την ιαπωνική λέξη καμικάζε = θεϊκός άνεμος)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμικάζι αρσενικό άκλιτο

  1. κάποιος που κάνει επίθεση αυτοκτονίας
  2. (μεταφορικά) ο παράτολμος οδηγός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]