καμινεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμινεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμινεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμινεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμινεύω < κάμιν(ος) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμινεύω

Πηγές[επεξεργασία]