καμινιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καμινιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καμινιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καμινιάζω
- θα καμινιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καμινιάζω