καμιτσίκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμιτσίκι | τα | καμιτσίκια |
γενική | του | καμιτσικιού | των | καμιτσικιών |
αιτιατική | το | καμιτσίκι | τα | καμιτσίκια |
κλητική | καμιτσίκι | καμιτσίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμιτσίκι < τουρκική kamçı + -ίκι < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμιτσίκι ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καμτσίκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμιτσίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)