καμουτσίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμουτσίκι τα καμουτσίκια
      γενική του καμουτσικιού των καμουτσικιών
    αιτιατική το καμουτσίκι τα καμουτσίκια
     κλητική καμουτσίκι καμουτσίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμουτσίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamçı + -ίκι < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμουτσίκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]