καμουτσίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμουτσίκι | τα | καμουτσίκια |
γενική | του | καμουτσικιού | των | καμουτσικιών |
αιτιατική | το | καμουτσίκι | τα | καμουτσίκια |
κλητική | καμουτσίκι | καμουτσίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμουτσίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamçı + -ίκι < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμουτσίκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του καμτσίκι
- ※ Χτυπούσανε τ' άλογο με το καμουτσίκι για να τρέξει. (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμουτσίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)