καμουφλάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμουφλάρισμα < καμουφλάρισα + -μα < γαλλική camoufler < ιταλική camuffare < capo (< λατινική caput) + muffare (< φραγκική *gmolfell)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.muˈfla.ɾi.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμουφλάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καμουφλάρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καμουφλάρω και καμουφλάζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμουφλάρισμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)