καμπάγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπάγι τα καμπάγια
      γενική του καμπαγιού των καμπαγιών
    αιτιατική το καμπάγι τα καμπάγια
     κλητική καμπάγι καμπάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπάγι < μεσαιωνική ελληνική καμπάγιον < λατινικά campagus < campus + ago[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμπάγι ουδέτερο

  1. είδος (στρατιωτικού) ρωμαϊκού ή βυζαντινού υποδήματος
  2. είδος υποδήματος
    Τα πορφυρά καμπάγια (Τίτλος τραγουδιού του Πέτρου Ταμπούρη σε στίχους Θοδωρή Γκόνη)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]