καμπάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπάνια | οι | καμπάνιες |
γενική | της | καμπάνιας | — | |
αιτιατική | την | καμπάνια | τις | καμπάνιες |
κλητική | καμπάνια | καμπάνιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμπάνια < ιταλική campagna < λατινική campania < campus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμπάνια θηλυκό
- εκστρατεία ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, προβολής ή προώθησης κάποιου ζητήματος
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καμπάνια στη Βικιπαίδεια