Μετάβαση στο περιεχόμενο

καμπαναριό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπαναριό τα καμπαναριά
      γενική του καμπαναριού των καμπαναριών
    αιτιατική το καμπαναριό τα καμπαναριά
     κλητική καμπαναριό καμπαναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπαναριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπαναρειόν < καμπανάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καμπάν(α) + -αριό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kam.ba.naɾˈʝo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπαναριό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]