καμπυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπυλώνω < ελληνιστική κοινή καμπυλόομαι / καμπυλοῦμαι + -ώνω < αρχαία ελληνική καμπύλος

Ρήμα[επεξεργασία]

καμπυλώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]