καμπόσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      καμπόσος      καμπόση      καμπόσο
      γενική καμπόσου καμπόσης καμπόσου
    αιτιατική καμπόσο καμπόση καμπόσο
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      καμπόσοι      καμπόσες      καμπόσα
      γενική καμπόσων καμπόσων καμπόσων
    αιτιατική καμπόσους καμπόσες καμπόσα
     κλητική
Δείτε και «κάμποσος».
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπόσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπόσος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kamˈbo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπό‐σος
τονικό παρώνυμο: κάμποσος

Αντωνυμία[επεξεργασία]

καμπόσος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπόσος < κἄν + πόσος

Αντωνυμία[επεξεργασία]

καμπόσος (θηλυκό καμπόση)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]