καμτσικώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμτσικώνω < καμτσίκι + -ώνω < τουρκική kamçı + -ίκι < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kam.t͡siˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καμ‐τσι‐κώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]καμτσικώνω (χωρίς παθητική φωνή)
- χτυπώ με το καμτσίκι
- ※ Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ’ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά. (Ισίδωρος Ζουργός, Λίγες και μία νύχτες (2017), σελ. 17)
- ※ Η γη ανατριχιάζει. Ο Ντίμτσας περνάει από δίπλα μου φωνάζοντας μανιασμένα: «Καπετάνιο, ε, Καπετάνιο, που κακοχρόνο να ’χεις!» και καμτσικώνει το μουλάρι αλύπητα. (εφ. Ταχυδρόμος της Μαγνησίας, 7.11.2007)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμτσικώνω | καμτσίκωνα | θα καμτσικώνω | να καμτσικώνω | καμτσικώνοντας | |
β' ενικ. | καμτσικώνεις | καμτσίκωνες | θα καμτσικώνεις | να καμτσικώνεις | καμτσίκωνε | |
γ' ενικ. | καμτσικώνει | καμτσίκωνε | θα καμτσικώνει | να καμτσικώνει | ||
α' πληθ. | καμτσικώνουμε | καμτσικώναμε | θα καμτσικώνουμε | να καμτσικώνουμε | ||
β' πληθ. | καμτσικώνετε | καμτσικώνατε | θα καμτσικώνετε | να καμτσικώνετε | καμτσικώνετε | |
γ' πληθ. | καμτσικώνουν(ε) | καμτσίκωναν καμτσικώναν(ε) |
θα καμτσικώνουν(ε) | να καμτσικώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμτσίκωσα | θα καμτσικώσω | να καμτσικώσω | καμτσικώσει | ||
β' ενικ. | καμτσίκωσες | θα καμτσικώσεις | να καμτσικώσεις | καμτσίκωσε | ||
γ' ενικ. | καμτσίκωσε | θα καμτσικώσει | να καμτσικώσει | |||
α' πληθ. | καμτσικώσαμε | θα καμτσικώσουμε | να καμτσικώσουμε | |||
β' πληθ. | καμτσικώσατε | θα καμτσικώσετε | να καμτσικώσετε | καμτσικώστε | ||
γ' πληθ. | καμτσίκωσαν καμτσικώσαν(ε) |
θα καμτσικώσουν(ε) | να καμτσικώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καμτσικώσει | είχα καμτσικώσει | θα έχω καμτσικώσει | να έχω καμτσικώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καμτσικώσει | είχες καμτσικώσει | θα έχεις καμτσικώσει | να έχεις καμτσικώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καμτσικώσει | είχε καμτσικώσει | θα έχει καμτσικώσει | να έχει καμτσικώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καμτσικώσει | είχαμε καμτσικώσει | θα έχουμε καμτσικώσει | να έχουμε καμτσικώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καμτσικώσει | είχατε καμτσικώσει | θα έχετε καμτσικώσει | να έχετε καμτσικώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καμτσικώσει | είχαν καμτσικώσει | θα έχουν καμτσικώσει | να έχουν καμτσικώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμτσικώνω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ρήματα σε -ώνω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)