κανί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάνει

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανί τα κανιά
      γενική του κανιού των κανιών
    αιτιατική το κανί τα κανιά
     κλητική κανί κανιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κανί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καννί (κόνδυλος καλαμιού) με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨νν⟩ < καννίον (κύπελλο) < ελληνιστική κοινή κάννα (καλάμι), → δείτε και τη λέξη κάννη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐νί
τονικά παρώνυμα: κάννη, κάνει

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανί ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  • → δείτε και τη λέξη πόδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανί ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]