καναδέζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καναδέζικος < Καναδάς
Επίθετο[επεξεργασία]
καναδέζικος, -η, -ο