κανακάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανακάρης οι κανακάρηδες
      γενική του κανακάρη των κανακάρηδων
    αιτιατική τον κανακάρη τους κανακάρηδες
     κλητική κανακάρη κανακάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανακάρης < κανάκ(ια) + -άρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανακάρης αρσενικό (θηλυκό κανακάρισσα)

  • αγόρι χαϊδεμένο ή και κακομαθημένο, που του κάνουν όλα τα χατίρια
    ※  Μαρέ γιε μου κανακάρη, / ποια γυναίκα θα σε πάρει, / ποια κυρά και ποια μαντόνα / θα σου στρώνει τη σεντόνα; (δημοτικό νανούρισμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]