καναχός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καναχός καναχή τὸ καναχόν
      γενική τοῦ καναχοῦ τῆς καναχῆς τοῦ καναχοῦ
      δοτική τῷ καναχ τῇ καναχ τῷ καναχ
    αιτιατική τὸν καναχόν τὴν καναχήν τὸ καναχόν
     κλητική ! καναχέ καναχή καναχόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καναχοί αἱ καναχαί τὰ καναχᾰ́
      γενική τῶν καναχῶν τῶν καναχῶν τῶν καναχῶν
      δοτική τοῖς καναχοῖς ταῖς καναχαῖς τοῖς καναχοῖς
    αιτιατική τοὺς καναχούς τὰς καναχᾱ́ς τὰ καναχᾰ́
     κλητική ! καναχοί καναχαί καναχᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καναχώ τὼ καναχᾱ́ τὼ καναχώ
      γεν-δοτ τοῖν καναχοῖν τοῖν καναχαῖν τοῖν καναχοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καναχός < καναχής

Επίθετο[επεξεργασία]

καναχός ( & καναχής & καναχηδής)

κοναχοί βάταχοι


Συγγενικά[επεξεργασία]