κανελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κανελής | η | κανελιά | το | κανελί |
γενική | του | κανελή & κανελιού |
της | κανελιάς | του | κανελιού (κανελί) |
αιτιατική | τον | κανελή | την | κανελιά | το | κανελί |
κλητική | κανελή | κανελιά | κανελί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κανελιοί | οι | κανελιές | τα | κανελιά |
γενική | των | κανελιών | των | κανελιών | των | κανελιών |
αιτιατική | τους | κανελιούς | τις | κανελιές | τα | κανελιά |
κλητική | κανελιοί | κανελιές | κανελιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, κανελί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.neˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νε‐λής
- τονικό παρώνυμο: Κανέλλης
Επίθετο
[επεξεργασία]κανελής, -ιά, -ί και άκλιτο κανελί
- που έχει το ανοιχτό καφέ χρώμα της κανέλας
- ↪ Είχα έναν κανελή' σκύλο και τον φώναζα Κανελή.
- ↪ κανελί κοτλέ παντελόνι
- (ουσιαστικοποιημένο) κανελί