κανθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κανθός | οι | κανθοί |
γενική | του | κανθού | των | κανθών |
αιτιατική | τον | κανθό | τους | κανθούς |
κλητική | κανθέ | κανθοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κανθός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kanˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καν‐θός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανθός αρσενικό
- (ανατομία) η γωνία που σχηματίζεται από τις άκρες των βλεφάρων
- ※ Η βουτολική τοξίνη (botox) είναι μία φυσική επεξεργασμένη πρωτεΐνη που σε πολύ μικρές δόσεις επιδρά στον μυ, με αποτέλεσμα την αναστολή μετάδοσης νευρικού ερεθίσματος, έτσι ώστε ο μυς να μην κάνει συσπάσεις. Η διαδικασία διαρκεί περίπου 10 - 20 λεπτά, κατά την οποία ο ιατρός κάνει μια σειρά εγχύσεων τοπικά, στην περιοχή του μεσόφρυου, του μετώπου ή στην περιοχή του έξω κανθού (πόδι της χήνας) (* εφημερίδα Το Βήμα)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- έσω κανθός ή μεγάλος κανθός: η γωνία που βρίσκεται κοντά στη μύτη
- έξω κανθός ή μικρός κανθός: η γωνία που βρίσκεται στην αντίθετη μεριά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανθός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κανθός | οἱ | κανθοί |
γενική | τοῦ | κανθοῦ | τῶν | κανθῶν |
δοτική | τῷ | κανθῷ | τοῖς | κανθοῖς |
αιτιατική | τὸν | κανθόν | τοὺς | κανθούς |
κλητική ὦ! | κανθέ | κανθοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανθώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανθοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανθός < Το -νθ- ίσως υποδηλώνει προελληνική προέλευση. Ή, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *qan-tho, δηλωτικό στρογγυλού σχήματος. Συγγενική η λατινική cantus (στεφάνη).[1] Δεν συνδέεται με το ἄκανθα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανθός αρσενικό
- (ανατομία) κανθός
- (κατ’ επέκταση) το μάτι
- ο κύκλος του ματιού
- η μεταλλική στεφάνη ενός τροχού
- καπνοδόχος
- δοχείο, λεκάνη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- κανθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)