κανιβαλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανιβαλικός η κανιβαλική το κανιβαλικό
      γενική του κανιβαλικού της κανιβαλικής του κανιβαλικού
    αιτιατική τον κανιβαλικό την κανιβαλική το κανιβαλικό
     κλητική κανιβαλικέ κανιβαλική κανιβαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανιβαλικοί οι κανιβαλικές τα κανιβαλικά
      γενική των κανιβαλικών των κανιβαλικών των κανιβαλικών
    αιτιατική τους κανιβαλικούς τις κανιβαλικές τα κανιβαλικά
     κλητική κανιβαλικοί κανιβαλικές κανιβαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανιβαλικός < κανίβαλος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κανιβαλικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]