κανιστροειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κανιστροειδής | η | κανιστροειδής | το | κανιστροειδές |
γενική | του | κανιστροειδούς* | της | κανιστροειδούς | του | κανιστροειδούς |
αιτιατική | τον | κανιστροειδή | την | κανιστροειδή | το | κανιστροειδές |
κλητική | κανιστροειδή(ς) | κανιστροειδής | κανιστροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κανιστροειδείς | οι | κανιστροειδείς | τα | κανιστροειδή |
γενική | των | κανιστροειδών | των | κανιστροειδών | των | κανιστροειδών |
αιτιατική | τους | κανιστροειδείς | τις | κανιστροειδείς | τα | κανιστροειδή |
κλητική | κανιστροειδείς | κανιστροειδείς | κανιστροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κανιστροειδής
- που είναι φτιαγμένος σαν κάνιστρο ή μοιάζει μ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)