κανοκιάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανοκιάλι τα κανοκιάλια
      γενική του κανοκιαλιού των κανοκιαλιών
    αιτιατική το κανοκιάλι τα κανοκιάλια
     κλητική κανοκιάλι κανοκιάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανοκιάλι < ιταλική cannocchiale < cannone + occhiale

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανοκιάλι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]