κανονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κανονίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κανονίζομαι, πρτ.: κανονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα κανονιστώ, αόρ.: κανονίστηκα, μτχ.π.π.: κανονισμένος
- προγραμματίζομαι από κάποιον
- η συνάντηση κανονίστηκε για την άλλη βδομάδα
- παίρνω όλα τα μέτρα ώστε να εκτελέσω κάποια υποχρέωσή μου, προσέχω, κανονίζω
- Μ' έχεις στήσει τόσες φορές. Κανονίσου να μην ξανασυμβεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονίζομαι
|