κανονικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανονικότητα θηλυκό
- το να συμβαίνουν τα γεγονότα όπως συνήθως ή όπως έχει οριστεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονικότητα