κανονικό πολυώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανονικό πολυώνυμο < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

κανονικό πολυώνυμο ουδέτερο

  • (μαθηματικά) πολυώνυμο στο οποίο ο συντελεστής της μεγαλύτερης δύναμής του είναι η μονάδα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]