Μετάβαση στο περιεχόμενο

κανονιοβολισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανονιοβολισμός οι κανονιοβολισμοί
      γενική του κανονιοβολισμού των κανονιοβολισμών
    αιτιατική τον κανονιοβολισμό τους κανονιοβολισμούς
     κλητική κανονιοβολισμέ κανονιοβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κανονιοβολισμός < κανονιοβολώ < κανόνι + βάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κανονιοβολισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]