κανονιοβολισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονιοβολισμός < κανονιοβολώ < κανόνι + βάλλω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανονιοβολισμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) βολή πυροβόλου όπλου, συνεχείς κανονιές
- ※ Πλησιάζει η ώρα για τη μεγάλη ναυμαχία. Ενώθηκαν μαζί μας 9 σπετσιώτικα πλοία. Ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός στις 16.30. Μπροστά πάνε οι φρεγάτες, τα φρεγαδόνια και οι κορβέτες τους.
- Αριστείδης Χατζής, «Για τον Έρωτα της Ελευθερίας και την Αγάπη της Πατρίδας», protagon.gr, 5 Αυγούστου 2019
- ※ Πλησιάζει η ώρα για τη μεγάλη ναυμαχία. Ενώθηκαν μαζί μας 9 σπετσιώτικα πλοία. Ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός στις 16.30. Μπροστά πάνε οι φρεγάτες, τα φρεγαδόνια και οι κορβέτες τους.