καντάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντάδα | οι | καντάδες |
γενική | της | καντάδας | των | καντάδων |
αιτιατική | την | καντάδα | τις | καντάδες |
κλητική | καντάδα | καντάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική cantada < λατινική canto, θαμιστικό του cano < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keh₂n- (τραγουδώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντάδα θηλυκό
- (μουσική) είδος τραγουδιού με επιμελημένη και γλυκιά μελωδία, που αποπνέει μια ρομαντική και ενίοτε ερωτική διάθεση και τραγουδιέται μερικές φορές κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του κανταδόρου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καντάδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)