καντάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κανάτα, κανάτια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντάτα οι καντάτες
      γενική της καντάτας των καντατών
    αιτιατική την καντάτα τις καντάτες
     κλητική καντάτα καντάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καντάτα < (λόγιο δάνειο) ιταλική cantata < λατινική cantata, θηλυκό του cantatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος canto < θαμιστικό του cano (τραγουδώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kanˈta.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καν‐τά‐τα ή κα‐ντά‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καντάτα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]