καντάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντάτα | οι | καντάτες |
γενική | της | καντάτας | των | καντατών |
αιτιατική | την | καντάτα | τις | καντάτες |
κλητική | καντάτα | καντάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντάτα < (λόγιο δάνειο) ιταλική cantata < λατινική cantata, θηλυκό του cantatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος canto < θαμιστικό του cano (τραγουδώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kanˈta.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καν‐τά‐τα ή κα‐ντά‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντάτα θηλυκό
- (μουσική) χορωδιακό έργο, που συνήθως συνοδεύεται από ορχήστρα και (συνήθως) έχει θρησκευτικό θέμα ή περιεχόμενο (ιστορικά ευδοκιμεί στην Ιταλία κατά τους 17ο και 18ο αιώνες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καντάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)