καντέντσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντέντσα < (λόγιο δάνειο) ιταλική cadenza (πτώση)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈden.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντέν‐τσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντέντσα θηλυκό
- (μουσική) ελεύθερο, δεξιοτεχνικό μέρος αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα ενσωματωμένο σε αρμονική πτώση προς το τέλος μέρους κοντσέρτου για σολίστα και ορχήστρα ή σε σημείο φωνητικής άριας (σπανιότατα σε σονάτες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πτώση (μουσική)
- καντέντσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καντέντσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)