καντήλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντήλα | οι | καντήλες |
γενική | της | καντήλας | των | καντηλών |
αιτιατική | την | καντήλα | τις | καντήλες |
κλητική | καντήλα | καντήλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντήλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καντήλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κανδήλα, κανδήλη (με προφορά [nd]) < λατινική candela[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kanˈdi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντή‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντήλα θηλυκό
- το μεγάλο κρεμαστό καντήλι
- η πυώδης φουσκάλα στο δέρμα ή κοκκινίλα που έχει προέλθει από κάψιμο ή άλλου είδους ερεθισμό του δέρματος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγάζω / πετάω καντήλες: εξοργίζομαι με κάτι ή κάποιον
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ καντήλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)