καντήλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντήλα οι καντήλες
      γενική της καντήλας των καντηλών
    αιτιατική την καντήλα τις καντήλες
     κλητική καντήλα καντήλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καντήλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καντήλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κανδήλα, κανδήλη (με προφορά [nd]) < λατινική candela[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kanˈdi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ντή‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καντήλα θηλυκό

  1. το μεγάλο κρεμαστό καντήλι
  2. η πυώδης φουσκάλα στο δέρμα ή κοκκινίλα που έχει προέλθει από κάψιμο ή άλλου είδους ερεθισμό του δέρματος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βγάζω / πετάω καντήλες: εξοργίζομαι με κάτι ή κάποιον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]